- χερσονομή
- χερσονομή, ἡ, in pl.,A waste land used as pasture, PTeb.74.22 (ii B.C., prob.), Sammelb.5172.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χερσονομή — ἡ, Α στον πληθ. αἱ χερσονομαί ακαλλιέργητες εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + νομή] … Dictionary of Greek